agios konstantinosΟ πρώτος ναός του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, που βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Κοζάνης, κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό και στο Διδασκαλείο και το Γυμνάσιο Θηλέων (σημερινό 5ο Δημοτικό), χτίστηκε το 1858, επίΕπισκόπου Ευγενίου (πρώτου μητροπολίτη κατά την αναβάθμιση της Επισκοπής Σερβίων & Κοζάνης σε Μητρόπολη το 1882), στην τοποθεσία Τρίδενδρο (= Τρία Δένδρα) κοντά σε παλαιότερο ναό, αγνώστου χρονολογίας πρώτης κτίσεως και δίπλα σε αρχαίο βωμό, όπως ο Λιούφης αναφέρει1.
Στην περιοχή που χτίστηκε ο νέος ιερός ναός υπήρχε από χρόνους αγνώστους κάποιος οικισμός, ένας από τους πρώτους οικισμούς που αποτέλεσαν αργότερα στα μετά Χριστόν χρόνια την πόλη της Κοζάνης, όπως φανερώνουν και τα αρχαία ευρήματα που βρέθηκαν εκεί τριγύρω και εξαιτίας διαφόρων λόγων και όχι τόσο οργανωμένων ανασκαφών. Για την οικοδόμηση πρώτος ο Επίσκοπος Ευγένιος δώρισε 500 γρόσια και ακολούθησαν το παράδειγμα του πολλοί ακόμα πιστοί και ενορίτες.
Το οικόπεδο ήταν δωρεά του Νικολάου Τακιατζή, μέλους μεγάλης οικογένειας Κοζανιτών εμπορευομένων στην Ουγγαρία, που συνέβαλε με δωρεές και στη δημιουργία των φορητών εικόνων του ιερού ναού, όπως η εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης του προσκυνηταρίου, η οποία φέρει εγχάρακτο επίγραμμα: ΔΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΑΚΙΑΤΖΗ 1859, Φεβρουάριος 5, Δια χειρός Συμεών.
Το 1885 και ως το 1886 ο ναός καταλαμβάνεται από τον τουρκικό στρατό, που τον χρησιμοποιεί σαν νοσοκομείο για τους αρρώστους των διερχομένων από την περιοχή τουρκικών στρατευμάτων, γεγονός που προκαλεί την αντίδραση του Μητροπολίτου Ευγενίου, ο οποίος με επιστολή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη ζητάει την παρέμβασή του, ώστε να φύγουν οι αλλόδοξοι και αλλόθρησκοι Τούρκοι από το ναό.
Το 1922, δέκα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Κοζάνης, γίνεται η πρώτη επέκταση του ναού με την προσθήκη του παρεκκλησίου του Άρχοντα Μιχαήλ. Το 1923 ο νάρθηκας του ναού χρησιμοποιείται ως χώρος πρόχειρης στέγασης προσφύγων από τη Μικρά Ασία και το 1928 τμήματα του ιερού ναού και ο περίβολός του χρησιμοποιούνται από τον Ελληνικό Στρατό ως θάλαμοι οπλιτών, αλλά ακόμη και ως στάβλοι. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής (1941-1944) στον πρόναο του ιερού ναούπραγματοποιούνταν τα μαθήματα των μαθητών του 5ου Δημοτικού σχολείου, που τα χρόνια εκείνα είχε επιταχτεί και μετατραπεί από τους κατακτητές σε χειρουργείο.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 γίνονται οι πρώτες σοβαρές οικοδομικές επεμβάσεις επιδιόρθωσης του ιερού ναού, τόσο ως προς την τοιχοποιία, όσο και ως προς την οροφή, επιδιορθώσεις που αλλάζουν ριζικά τη μορφή του. Τη δεκαετία του 1960, λόγω της αύξησης του μεγέθους της πόλης και του αριθμού των κατοίκων της και ειδικά του πληθυσμού της ενορίας, ο ναός κρίθηκε ανεπαρκής και αποφασίστηκε η κατεδάφιση του και η οικοδόμηση νέου, τέτοιου, ώστε να πληροί τα νέα δεδομένα της ενορίας, που είναι σήμερα μία από τις πολυπληθέστερες ενορίες της Κοζάνης. Το 1970, επί μακαριστού Μητροπολίτου Διονυσίου, θεμελιώνεται ο νέος ναός, η ανέγερση του οποίου γίνεται τμηματικά καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970.
Δύο φορές μεγάλα τμήματα του νεοαναγερθέντος ναού, κατεδαφίζονται, είτε λόγω κακοτεχνιών, είτε λόγω αλλαγής των αρχικών σχεδίων. Την ίδια εποχή οικοδομήθηκε και το παρεκκλήσι του Αγίου Στεφάνου, με τη μορφή που έχει σήμερα και μέσα στηδεκαετία του 1980 ο ναός παίρνει την τελική αρχιτεκτονική μορφή του. Το 1992 αρχίζει η αγιογράφηση και το 1995 τοποθετείται το τέμπλο του ιερού ναού.
Μετά τον ξαφνικό και απρόσμενα μεγάλο για την περιοχή μας σεισμό της 13ης Μαΐου 1995 (μεγέθους 6,6R) και για ένα χρόνο οι ζημιές, που υπέστη ο ιερός ναός, αναβάλλουν τις όποιες εργασίες ολοκλήρωσης του καλλωπισμού του. Μετά από μελέτη της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. οι ζημιές αποκαθίστανται πλήρως και στις αρχές του 1997 κι ενώ συνεχίζεται ο εσωτερικός καλλωπισμός του ναού, κατασκευάζεται ο προνάρθηκας. Εκεί τοποθετούνται οι δύο μεγάλες προσκυνηματικές εικόνες των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (δωρεά του Νικολάου Τακιατζή του 1859) και Παναγίας Οδηγήτριας (δωρεά αγνώστου του 1954). Τα εγκαίνια του ιερού ναού έγιναν το Νοέμβριο του 2002 από τον Μητροπολίτη πρώην Σερβίων & Κοζάνης Αμβρόσιο με τη συμμετοχή πλήθους κόσμου.
ΤΑ ΙΕΡΑ ΤΡΙΑ ΔΕΝΔΡΑ
Στον αύλιο χώρο της εκκλησίας, μπροστά από το κτίριο του Γκέρτσειου, υπήρχαν, μέχρι το 1971, τρία αιωνόβια δένδρα, ηλικίας πολλών αιώνων, με τόσο χονδρό κορμό που χρειαζόταν πέντε μεγάλοι άνδρες για να τα αγκαλιάσουν. Για τα δένδρα αυτά υπήρχε η λαϊκή παράδοση ότι το ένα είχε στις ρίζες του χρυσάφι, το δεύτερο φίδια και το τρίτο νερό και οι κάτοικοι τα θεωρούσαν αγιασμένα. Αυτά και άλλα δένδρα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα σε διάφορα σημεία της πόλης τα άγιαζαν κάθε χρόνο την Πέμπτη της Αναλήψεως, παρουσία του Μητροπολίτου, για να προστατέψουν την Κοζάνη από χαλάζι και άλλες θεομηνίες. Τα δένδρα αυτά κανείς δεν μπορούσε να τα κόψει ή να τα θίξει. Μια παράδοση αναφέρει ότι πριν από τον άτυχο πόλεμο του 1897 δύο Τούρκοι επιχείρησαν να κόψουν ένα από αυτά τα αγιασμένα δέντρα που βρισκόταν πάνω στο λόφο του Αγίου Χριστοφόρου. Ο ένας πέθανε αμέσως κι ο άλλος έμεινε παράλυτος σ’ όλη του τη ζωή.
Στα τέλη του 19ου αιώνα η τοπική εκκλησία και η λόγια τάξη της Κοζάνης ανησύχησε μήπως το έθιμο αυτό διαμορφώσει στους κατοίκους μία λανθασμένη εντύπωση αναβίωσης ειδωλολατρικών εθίμων, ώσπου το 1897 και μετά από προτροπή προς τονΜητροπολίτη Κωνστάντιο του πάντα αυστηρού πρώτου γυμνασιάρχου του Βαλταδωρείου Γυμνασίου Αρρένων Παναγιώτη Ν. Λιούφη, το έθιμο, παρά τις αντιρρήσεις των Κοζανιτών, καταργήθηκε. Το έθιμο αυτό φαίνεται πως είχε τις ρίζες του στα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας και σε μία τελετή που συνήθιζαν να τελούν εκεί οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες[i]. Τα τρία δέντρα ξεριζώθηκαν το 1971, με τη δικαιολογία ότι ήταν κούφια (παρότι τα δένδρα αυτά είναι πάντα κούφια ή σάπια στο εσωτερικό τους, αλλά δεν κόβονται ποτέ), παρά τις αντιρρήσεις μεγάλης μερίδας του λαού της πόλης, ακόμα και με ακραίες αντιδράσεις, που δε δέχεται ποτέ να παραγράφουν και να ξεχνούν έτσι εύκολα την ιστορία και τις συνήθειες του.
Στον ίδιο χώρο βρέθηκε ημικατεστραμμένος μαρμάρινος αρχαίος βωμός με επιγραφή, που φυλάσσονταν για χρόνια στην Επισκοπή Κοζάνης3. Μάλλον, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του ιστορικού Μακαρόνα, δεν αποτελεί τμήμα βωμού, αλλά είναι η βάση πάνω στην οποία στηριζόταν το άγαλμα της νεκρής Κλεοπάτρας, που αναφέρεται στην επιγραφή. Το 1817 διερχόμενος από την Κοζάνη ο Άγγλος περιηγητής William Martin Leake, διαπιστευμένος πρόξενος στην αυλή του Αλή πασά, κατά τη διάρκεια εθιμοτυπικής επίσκεψης στο Δεσπότη Βενιαμίν, πήρε το εύρημα -πάνω στο οποίο βασίζει τον τρίτο τόμο του έργου του Ταξίδια στη Βόρεια Ελλάδα (Travels in Northern Greece) 1835- και το μετέφερε στην Ευρώπη, απ’ όπου επέστρεψε με ενέργειες των Κοζανιτών της Βιέννης λίγα χρόνια αργότερα το 1848. Σύμφωνα με τον ιστορικόΜαργαρίτη Δήμιτσα το εν λόγω μνημείο μεταφέρθηκε στην Κοζάνη από την Κάλλιανη, την Αιανή, τόπο με πλούσια αρχαιολογική ιστορία και πλούσια ευρήματα, όπως οι μετέπειτα ανασκαφές αποκάλυψαν, καθώς στην περιοχή της Κοζάνης «ουδεμίαν αρχαία πόλις υπάρχει ουδέ ερείπια τοιαύτης φαίνονται», άποψη που ωστόσο δεν υποστηρίζεται από μεταγενέστερες ιστορικές έρευνες και ανακαλύψεις. Στην ίδια περιοχή βρέθηκε το 1991 κατά τη διάρκεια εργασιών της Δ.Ε.Υ.Α.Κ. μία μαρμάρινη σαρκοφάγος διακοσμημένη με ανάγλυφες παραστάσεις, που ανάγεται στα χρόνια της ελληνιστικής περιόδου. Μία επέκταση της έρευνας στο άνοιγμα του τάφου έφερε στην επιφάνεια και τέσσερις μαρμάρινες κεφαλές αγαλμάτων. Όλα τα ευρήματα φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο Κοζάνης.
Η ΙΕΡΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΖΙΔΑΝΙΩΤΙΣΣΑΣ
Ο ιερός ναός του Αγίου Κωνσταντίνου είναι στενά συνδεδεμένος και  με την εικόνα της Παναγίας της Ζιδανιώτισσας, που έρχεται κάθε χρόνο στην πόλη της Κοζάνης την Παρασκευή της Διακαινισίμου, στη γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής, αγιαστική περιοδεία για ευλογία και αγιασμό των πιστών. Την εικόνα της Παναγίας φέρνουν από το μοναστήρι του Ζιδανίου καβαλάρηδες, που για το λόγο αυτό μεταβαίνουν στο μοναστήρι από την προηγούμενη και διανυκτερεύουν εκεί. Το επόμενο πρωί, αφού εκκλησιαστούν, παραλαμβάνουν το εικόνισμα και το μεταφέρουν στον Άγιο Κωνσταντίνο, όπου παραμένει μέχρι το απόγευμα της Κυριακής του Θωμά, όταν πραγματοποιείται πάνδημη λιτάνευση της θαυματουργού εικόνας στην πόλη της Κοζάνης και δια μέσου των κεντρικών οδών της πόλης καταλήγει στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου, όπου ψάλλεται Μέγας Εσπερινός.
Ο λόγος της λιτανείας και η διαδρομή της έχουν την εξήγησή τους.
Το 1918 είχε πέσει στην Κοζάνη βαριά επιδημία γρίπης που αποδεκάτιζε τον επί το πλείστον φτωχό πληθυσμό. Οι πιστοί ζήτησαν τότε να έρθει στην πόλη το εικόνισμα της Παναγίας Ελεούσας της Παντάνασσας από το Ζιδάνι για να τους προστατέψει με τη Χάρη Της. Και έτσι πράγματι συνέβη. Ο μοναχός που μετέφερε την εικόνα σταμάτησε στα τρία δέντρα που βρίσκονταν στον περίβολο του Αγίου Κωνσταντίνου για να ξεκουραστεί και να πιει λίγο νερό να ξεδιψάσει και ακούμπησε το εικόνισμα στη ρίζα των δέντρων. Όταν επιχείρησε να σηκώσει ξανά την εικόνα στην αγκαλιά του και να συνεχίσει το δρόμο του, για να την μεταφέρει στον Άγιο Νικόλαο, δεν τα κατάφερε. Η εικόνα είχε «κολλήσει» στη ρίζα των δέντρων, όπου την είχε ακουμπήσει κι όσο κι αν προσπάθησε δεν μπόρεσε να την σηκώσει από εκεί. Πήγε τότε τρέχοντας στον Μητροπολίτη -τότε ήταν ο Φώτιος- και του αφηγήθηκε το συμβάν. Ο Μητροπολίτης γύρισε μαζί με το μοναχό στον Άγιο Κωνσταντίνο, έκανε δέηση και η εικόνα ξεκόλλησε. Την μετέφεραν τότε στον Άγιο Νικόλαο, όπου έκαναν αγρυπνία. Από τότε η τελετή και το δρομολόγιο παραμένουν αναλλοίωτα.
Το απόγευμα της Κυριακής του Θωμά πραγματοποιείται στην πόλη της Κοζάνης πάνδημη λιτάνευση της θαυματουργού εικόνας. Κατά τη λιτάνευση της εικόνας σχηματίζεται μεγάλη πομπή που αποτελείται από το ιερατείο της πόλης, τοπικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και πλήθος πιστών, που κρατούν στα χέρια τους αναμμένες πασχαλιάτικες λαμπάδες.
Η πομπή ξεκινάει από το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, όπου την Παρασκευή της Διακαινισίμου υποδέχτηκαν την εικόνα με ιερές ακολουθίες και τελετές και καταλήγει στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου, όπου ψάλλεται Μέγας Εσπερινός. Αφού παραμείνει εκεί για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα για προσκύνημα, μεταφέρεται στη συνέχεια εκ περιτροπής και στους άλλους ενοριακούς ναούς της Κοζάνης, για να επιστρέψει στο μοναστήρι Ζιδανίου, όπου είναι και η φυσική της θέση, πάλι με συνοδεία καβαλάρηδων την 1η Αυγούστου. (Παλιότερα η εικόνα έφευγε από την Κοζάνη την 7η Σεπτεμβρίου, παραμονές της Εορτής Της).
Λιτάνευση της ιεράς εικόνας της Παναγίας της Ζιδανιώτισσας μαζί με την εικόνα του Αγίου Νικολάου γίνεται κάθε χρόνο και την 13η Μαΐου, την επέτειο του τρομαχτικού, μα ευτυχώς αναίμακτου για την Κοζάνη και όλη τη Δυτική Μακεδονία σεισμού του 1995.
ΓΚΕΡΤΣΕΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ
Ο άνετος, αύλιος χώρος του Αγίου Κωνσταντίνου, λίγα μέτρα μόνο μακριά από το Διδασκαλείο και το Γυμνάσιο Θηλέων, επιλέγει για την οικοδόμηση του Γκέρτσειου Εκκλησιαστικού Ιδρύματος, οικοτροφείου θηλέων για τα κορίτσια από τα τριγύρω χωριά, που λόγω έλλειψης γυμνασίων στον τόπο τους, ερχόταν στην πόλη για τη συνέχεια των σπουδών τους, ο ίδιος λόγος που οδήγησε λίγα χρόνια πριν και στην οικοδόμηση του οικοτροφείου, οικοτροφείου αρρένων εκείνο, στους Αγίους Αναργύρους. Η οικοδόμησή του άρχισε το 1968 με δωρεά του Κωνσταντίνου Γκέρτσου, άξιου τέκνου και μεγάλου ευεργέτη της πόλης. Ο ίδιος ο μακαριστός Μητροπολίτης Διονύσιοςεπισκέφτηκε το Γκέρτσο στη Ζυρίχη, όπου τότε ήταν εγκατεστημένος και ζήτησε τη βοήθεια του για την υλοποίηση του ιερού αυτού σκοπού, που εκείνος πρώτος -ο Μητροπολίτης- είχε προτείνει. Ο Γκέρτσος δέχτηκε με μεγάλη προθυμία και για την ανέγερσή του πρόσφερε στη Μητρόπολη Σερβίων & Κοζάνης το άπιαστο για την εποχή ποσό των 5.000.000 δραχμών.
Ο οικοδόμηση του πενταόροφου κτίσματος περατώθηκε το 1971 και καθώς το ίδιο έτος είχε οριστεί πανελλαδικά έτος εορτασμού των 150 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, τα εγκαίνια του ιδρύματος εντάχθηκαν στο γενικότερο πρόγραμμα του εορτασμού και έγιναν τελικά στις 11 Οκτωβρίου 1971, ημέρα επετείου της απελευθέρωσης της πόλης της Κοζάνης από τον τουρκικό ζυγό. Σε αναγνώριση της γενναιόδωρης προσφοράς του και μετά από πρόταση του Μητροπολίτου Διονυσίου, η Ιερά Σύνοδος απένειμε στο Κωνσταντίνο Γκέρτσο το Σταυρό του Αποστόλου Παύλου και ο Δήμος Κοζάνης το Χρυσούν Μετάλλιο της πόλης, ενώ η κανονική λειτουργία του ιδρύματος άρχισε από το επόμενο σχολικό έτος 1972-1973.
Λειτούργησε σαν οικοτροφείο θηλέων και παράλληλα λειτούργησαν στον ίδιο χώρο τεχνικές σχολές πλεκτικής, ύφανσης, ραπτικής, μέχρι το 1983. Τα γυμνάσια που συστήθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες σε όλα τα χωριά της περιοχής και η συχνή και εύκολη πλέον επικοινωνία με την πρωτεύουσα Κοζάνη έλυσαν το πρόβλημα της εσωτερικής μετανάστευσης των μαθητριών και μείωσαν τον αριθμό των οικοτρόφων και από το 1982 στεγάζεται στο ίδρυμα δωρεάν η Σχολή Νοσοκόμων του Μαμάτσειου Νομαρχιακού Νοσοκομείου Κοζάνης, φιλοξενώντας όσες μαθήτριες από άλλους τόπους θέλουν να μείνουν εδώ.
Το ίδρυμα, συνολικής έκτασης 4.000 τετραγωνικών μέτρων και ύψους 5 ορόφων, έχει τη δυνατότητα στέγασης 200 οικοτρόφων. Παρέχει μεγάλες και άνετες αίθουσες αναγνωστηρίων, διδασκαλίας και διαλέξεων και προσφέρει συχνά στέγαση και φιλοξενία σε διάφορους προσκεκλημένους της Ιεράς Μητρόπολης. Στο ίδρυμα στεγαζόταν και το θερινό Σεμινάριο Κλασικής Μουσικής, που διοργάνωνε για 10 περίπου χρόνια κάθε Αύγουστο η Ιερά Μητρόπολη Σερβίων & Κοζάνης, αλλά και η Σχολή Ψαλτικής και Εκκλησιαστικής Μουσικής, οι πρόβες της Μικτής Χορωδίας Κοζάνης ΕΛΙΜΕΙΑ, τακτικά κατηχητικά μαθήματα και πολλές άλλες εκδηλώσεις. Στον ίδιο χώρο φιλοξενήθηκαν και τα γραφεία της Ιεράς Μητρόπολης Σερβίων & Κοζάνης, κατά το χρόνο ανανέωσης του Επισκοπείου.
Κοζάνη, Μάιος 2013